- κρινομένους
- κρῑνομένους , κρίνωseparatepres part mp masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεροληπτώ — 1. υποστηρίζω ορισμένο πρόσωπο, επειδή τό συμπαθώ, ή ορισμένη άποψη, επειδή μέ συμφέρει, παίρνω το μέρος κάποιου, δεν είμαι αντικειμενικός στην κρίση μου («δεν βγήκε δίκαιη απόφαση, επειδή τα μέλη τής επιτροπής μερολήπτησαν») 2. (ειδικά για… … Dictionary of Greek